ἐλατῶν

ἐλατῶν
ἐλάτη
silver fir
fem gen pl
ἐλάτης
masc gen pl
ἐλατός
ductile
fem gen pl
ἐλατός
ductile
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἐλάτων — Ἔλατος masc gen pl Ἐλάτων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάτων — ἐλά̱των , ἐλαύνω drive pres imperat act 3rd pl (epic) ἐλά̱των , ἐλαύνω drive pres imperat act 3rd dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλάτωνι — Ἐλάτων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεκτορία — (alectoria).Γένος λειχήνων της τάξης των ασκολειχήνων. Βρίσκονται στο έδαφος ή πάνω σε κορμούς δέντρων, κυρίως σε ορεινές περιοχές. Από τα 30 είδη του γένους, τα παρακάτω ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα: 1. Α. η λοφωτή,που φυτρώνει στους κορμούς… …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • υλόβιος — (hulobius). Γένος εντόμων της οικογένειας των Κουρκουλιονιδών, της υπόταξης των πολυφάγων. Περιλαμβάνει διάφορα είδη μεγάλων σκαθαριών, που ζουν κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Το σώμα των υ. είναι μακρουλό και η κοιλιά τους, σε σχήμα αβγού,… …   Dictionary of Greek

  • Απένινα — (Apennino). Οροσειρά που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη και το κυριότερο γεωμορφολογικό στοιχείο της Ιταλικής χερσονήσου. Τα Α. σχηματίζουν ένα μεγάλο τόξο κυρτό στα Α και έχουν μήκος 1.350 χλμ., ενώ το πλάτος τους κυμαίνεται από 40 έως 120 χλμ. Τα …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βιολέ-λε-Ντικ, Εζέν Εμανουέλ — (Eugène Emmanuel Viollet le Duc, Παρίσι 1814 – Λοζάνη 1879).Γάλλος αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους του νεογοτθικού πνεύματος στην αρχιτεκτονική. Γιος φανατικού βιβλιόφιλου, αισθάνθηκε από τη νεανική του… …   Dictionary of Greek

  • Ζήρια — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 531 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερινέου. II Βουνό (2.376 μ.) της Πελοποννήσου, το ψηλότερο μετά τον Ταΰγετο. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού Κορινθίας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”